Όσο απόμακρος και αν φαίνεται ο κόσμος της Formula 1 από την ελληνική πραγματικότητα, έχει κάτι πολύ οικείο και αυτό δεν είναι άλλο από την ορολογία που χρησιμοποιείται.
Όπως είναι γνωστό, για να περιγράψει κάποιος έναν αγώνα ποδοσφαίρου ή καλαθοσφαίρισης πρέπει να αναφέρει αρκετές ξένες λέξεις. Στην περίπτωση της Formula 1, χρησιμοποιούνται επίσης πολλές ξένες λέξεις, αλλά το πλήθος τους είναι συγκρίσιμο με το αντίστοιχο πλήθος των όρων των δύο δημοφιλέστερων αθλημάτων στην Ελλάδα. Μάλιστα υπό κάποιες συνθήκες, μπορεί ο αριθμός των ξένων ορολογιών της κορυφαίας μορφής μηχανοκίνητου αθλητισμού να είναι μικρότερος.
Αρχικά να αναφέρουμε μερικές από τις κοινές λέξεις που χρησιμοποιούνται κατά κόρον και στο ποδόσφαιρο και στην καλαθοσφαίριση (που συνήθως αποκαλείται μπάσκετ): φάουλ, άουτ, πάσα, μπάλα, ασίστ, σκορ, σουτ, ντέρμπι, ματς, ρεβάνς. Σε αυτές προστίθενται, όσον αφορά το ποδόσφαιρο, οι εξής πολύ συχνές: γκολ, τάκλιν, γκελ, οφσάιντ, πέναλτι, πλασέ, μπακ, χαφ, φάλτσο και φυσικά η ονομασία του ίδιου του ελληνικού πρωταθλήματος: Σούπερ Λιγκ. Στην περίπτωση του μπάσκετ τα πράγματα είναι αρκετά χειρότερα, αφού οι ξένες ορολογίες είναι πάρα πολλές και ενδεικτικά απαριθμούμε: πλέι μέικερ, ταμπλό, παρκέ, ντρίμπλα, ρακέτα, σκριν, τζάμπολ, λέι απ, πίβοτ, μαν του μαν, σέντερ, ραβέρσα.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το ελληνικό λεξιλόγιο που αναφέρεται στον κόσμο της Formula 1 είναι πιο πλούσιο από τα δύο άλλα αθλήματα. Αρχικά να καταστήσουμε σαφές ότι πολλές από τις λέξεις σχετικά με το πρωτάθλημα μονοθεσίων πηγάζουν από την ξένη ορολογία που χρησιμοποιείται ούτως ή άλλως για το αυτοκίνητο. Παρ’όλα αυτά, υπάρχει μία πλειάδα ελληνικών λέξεων για να περιγράψει κανείς έναν αγώνα, όπως: επίσημα δοκιμαστικά, εκκίνηση, προσπέρασμα, στροφή, μονοθέσιο, γύρος, ελαστικά, αεροτομή, αμμοπαγίδα, αλυτάρχης, κινητήρας, κράνος. Σε αυτές μπορούμε να προσθέσουμε λέξεις οι οποίες χρησιμοποιούνται παράλληλα με την ξένη μετάφρασή τους: σχάρα εκκίνησης (γκριντ), οδηγός (πιλότος), ανεφοδιασμός (πιτ στοπ), στήσιμο/ρυθμίσεις (σετάπ), ομόσταβλος (τιμέιτ).
Φυσικά υπάρχουν και εδώ αναπόσπαστες ξένες λέξεις όπως: πιτ, φουρκέτα, σασί, τετακέ, εσάκι/σικέιν, κερμπ, γκάζι, γκραν πρι, πίστα/σιρκουί, κόκπιτ, τιμ μάνατζερ και άλλες. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσαν κάποιες από αυτές τις λέξεις να αντικατασταθούν με ελληνικές όπως αυτοκινητοδρόμιο αντί για πίστα και κράσπεδο αντί για κερμπ, μόνο που αυτό δεν θα ήταν και τόσο βολικό.
Εν κατακλείδι, το πρόβλημα στην παρακολούθηση ενός αγώνα F1 δεν βρίσκεται τόσο στις ξένες ορολογίες, που τελικά δεν είναι πολλές, όσο στις ελληνικές, οι οποίες είναι αρκετά πολύπλοκες.
Comments